Παράλληλα με τις Γιγαντοαφίσες που διαφήμιζαν την ταινία στο χώρο προβολής της, απαραίτητη ήταν και η διαφήμισή της σε όλες τις συνοικίες της πόλης, ρόλο που είχαν αναλάβει οι Λιθόγραφες Αφίσες. Για τις αφίσες αυτές, διαστάσεων 80×60 εκ. ή 100×70 εκ., είχαν προβλεφθεί ειδικές θέσεις: λεπτά ξύλινα πλαίσια αναρτημένα στους εξωτερικούς τοίχους κτηρίων στο ύψος του ισογείου, κυρίως όμως σε γωνιακά κτήρια στο ύψος του πρώτου ορόφου.Μέχρι πριν από μερικά χρόνια τα ξύλινα αυτά πλαίσια διατηρούνταν ακόμη σε προσόψεις κτηρίων του μεσοπολέμου, στην περιοχή των Εξαρχείων (Εικ. 43).
Συχνά, όταν η ταινία ήταν ιδιαίτερα σημαντική, σχεδιάζονταν και τυπώνονταν δύο, τρεις ή και τέσσερις διαφορετικές εκδοχές της Λιθογραφικής Αφίσας, δίνοντας έτσι στο ζωγράφο-χαράκτη τη δυνατότητα να απεικονίσει ευχερέστερα το πολυπληθές καστ των ηθοποιών της «υπερπαραγωγής» ή να παρουσιάσει περισσότερες σκηνές της, γενικότερα δε να κεντρίσει πολλαπλά την προσοχή των περαστικών.




Κυρίαρχο θέμα και εδώ είναι το πορτραίτο του γνωστού πρωταγωνιστή ή του ζευγαριού των πρωταγωνιστών: Σοπέν –VLM.1 , Διακοπές στη Ρώμη –VL.2, Προπαντός ψυχραιμία –VL.1. Στα πρόσωπα αυτά τονίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία παραπέμπουν άμεσα στην αναγνωρισιμότητά τους, έτσι ώστε η πληροφορία να είναι άμεση. Οι δυνατές πινελιές και τα πολύ έντονα χρώματα αποδίδουν την αίσθηση της κίνησης, του πάθους ή της αγωνίας. Αν πρόκειται για ηθοποιούς όχι τόσο αναγνωρίσιμους και γνωστούς, επιλέγεται η λύση της εικονογράφησης μιας χαρακτηριστικής σκηνής με δράση που να υπαινίσσεται το είδος της ταινίας.
Το φόντο είναι συνοπτικό: Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος –VL.17, ελάχιστα αφηγηματικό: Η εχθρά –VL.4, Επιτάφιος για εχθρούς και φίλους – VL.42 ή ανύπαρκτο, με την επιφάνεια να καλύπτεται από ένα ενιαίο φωτεινό χρώμα: Ρασπούτιν –VL.6, Στέλλα –VL.7. Τα γράμματα των τίτλων σχεδιάζονται με τρόπο ώστε να υπογραμμίζουν το ύφος της ταινίας: άλλοτε έχουν έντονη κίνηση, άλλοτε περίτεχνους γραφισμούς, άλλοτε ιδιαίτερο βάρος: Το ταξίδι –VL.31, Γκόλφω –VL.9. Στις αφίσες και στις αντίστοιχες μακέτες τους, διακρίνεται η ικανότητα του Βακιρτζή, τόσο στη σύνθεση του κυρίως θέματος, όσο και στο σχεδιασμό των καθαρά γραφιστικών στοιχείων που το πλαισιώνουν. Το πλάσιμο της σύνθεσης διαφοροποιείται βέβαια, ανάλογα με το είδος της ταινίας, αλλά και σε σχέση με την εποχή που σχεδιάζεται. Οι πρώτες χρονολογικά αφίσες έχουν πυκνότερη σύνθεση, η οποία προβάλλει περισσότερο το αφηγηματικό στοιχείο της ταινίας. Αργότερα επιλέγονται λύσεις με περισσότερο αφαιρετικά στοιχεία δημιουργώντας απλούστερες, πιο υπαινικτικές συνθέσεις.
Σημείο τομής της δουλειάς του Γ. Βακιρτζή αποτελούν οι αφίσες της ταινίας «ΗΛΕΚΤΡΑ» σε τρεις παραλλαγές ενός παραπλήσιου θέματος, όπου ανιχνεύονται στοιχεία από τη ζωγραφική του ενότητα «Κόρες» του 196013 (Εικ. 44-47).


Γενικά, τα σχέδια που προορίζονταν να γίνουν διαφημιστικές αφίσες των ταινιών διακρίνονται από μεγαλύτερη πυκνότητα στο εικαστικό τους λεξιλόγιο και πιο περιορισμένη δραματική ένταση. Το εικαστικό θέμα ήταν ο φορέας της πρώτης έκπληξης και το κυρίως διαφημιστικό όχημα. Ο τίτλος λειτουργούσε συμπληρωματικά, έπαιζε όμως έναν εξίσου σημαντικό ρόλο, πρωτίστως ως πληροφορία, αλλά και ως γραφιστικό στοιχείο ταιριασμένο με την παράσταση. Τα ονόματα των δύο συνήθως– πρωταγωνιστών ήταν το μόνο στοιχείο με αναγκαία παρουσία ως πληροφορία, και ως εκ τούτου αδιάφορο για τον καλλιτέχνη. Η συνύπαρξη του εικαστικού θέματος και του τίτλου ως ενιαίου αρμονικού συνόλου, ήταν πάντατε ο στόχος του.
Ίσως τελικά ο Βακιρτζής να μην μπορούσε ως καλλιτέχνης να πάρει αποστάσεις από το ίδιο του το έργο και να το τοποθετήσει μέσα σε ένα πλαίσιο με χαρακτηριστικά πρωτοπορίας. Ο ρόλος του ήταν αυτός του μάστορα δημιουργού και τον διαχειριζόταν με μεγάλο κέφι. Μετά από είκοσι και πλέον χρόνια που έχουν περάσει από το θάνατό του, το έργο του αντιμετωπίζεται πλέον με απόλυτη αντικειμενικότητα. Η εποχή έχει αλλάξει, η συμβολή των καλλιτεχνών που αντιπροσωπεύουν τη «Σχολή των Αθηνών στη Γιγαντοαφίσα» έχει αξιολογηθεί στο σύνολό της. Ο χώρος και ο χρόνος που μοιράστηκε ο Βακιρτζής στις προσόψεις των κινηματογράφων και στις αφίσες, εκτός από την εξωπραγματική διάσταση που δημιουργεί ως εικόνα για το σύγχρονο «αναγνώστη», δικαιολογεί χωρίς καμιά αμφιβολία και το χαρακτηρισμό του ως του πιο εμπνευσμένου ζωγράφου που δημιούργησε ποτέ για τον Κινηματογράφο στην Ελλάδα..

