Διαφημιστκές αφίσες θεαμάτων

3. J. Chéret, Bal Valentino, 1869.

Εικονογραφημένες εικόνες, ζωγραφισμένες από επαγγελματίες επιγραφοποιούς, αυτοσχέδιους σκηνογράφους ή αυτοδίδακτους λαϊκούς ζωγράφους, αποτελούσαν τα μεγάλα ζωγραφισμένα πανέλα από χοντρό ύφασμα, απαραίτητο διαφημιστικό υλικό στα διάφορα τσίρκα, σε περιοδεύοντες θιάσους και σε κάθε είδους θεάματα. Υπόσχονταν διασκέδαση ή προκαλούσαν το ενδιαφέρον για το παράξενο και κάλυπταν τις προσόψεις κτηρίων ή άλλων εγκαταστάσεων, που φιλοξενούσαν κάθε είδους ψυχαγωγική δραστηριότητα στις πόλεις του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι η πρώτη σχετική εικόνα που τυπώθηκε σε χαρτί, για καθαρά διαφημιστικό σκοπό, ήταν η αφίσα για το θεατρικό έργο «The Woman in White» του Frederick Walker (1840-1875), που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1871 και αποτελεί την «πρώτη αφίσα υψηλής ποιότητας» και το «πρώτο σημαντικό έργο στην ιστορία της εικονογράφησης της αφίσας»1. Η αφίσα δημιουργήθηκε από ένα εντυπωσιακό σχέδιο του Walker σε φυσικό μέγεθος (Εικ. 1) και τυπώθηκε ως ξυλογραφία (Εικ. 2). Στο πάνω μέρος προστέθηκε μόνο ο τίτλος του έργου και στο κάτω το όνομα του θεάτρου. Η απήχηση στο κοινό ήταν τεράστια, κάτι που οφείλεται όχι μόνο στο μέγεθος, αλλά κυρίως στη δυνατή εντύπωση που προκάλεσε η αινιγματική φυσιογνωμία της γυναικείας μορφής.

Η σημαντικότερη εξέλιξη, που αφορά στην τεχνική και που επηρέασε την παραγωγή και τη διάδοση της αφίσας, ήταν η εφαρμογή της χρήσης της έγχρωμης λιθογραφίας στην Ευρώπη από τα μέσα του 19ου αιώνα, διστακτικά στην αρχή, πολύ περισσότερο στη συνέχεια. Ειδικά στο Παρίσι, η εξάπλωση των διαφόρων κέντρων διασκέδασης με μουσική και χορό (cabarets), με προγραμματισμένες περιοδικές εμφανίσεις τραγουδιστών και ηθοποιών, απαιτούσαν και την ανάλογη διαφήμιση. Πέρα από την ανάρτηση του διαφημιστικού υλικού στους τοίχους, δημιουργήθηκαν από το δήμο του Παρισιού οι περίφημες vespasiennes, ειδικά κυλινδρικά περίπτερα που τοποθετήθηκαν σε κεντρικά πεζοδρόμια.

Ο Jules Chéret (1836-1933), που θεωρείται ο πρώτος σημαντικός ζωγράφος που σχεδίασε αφίσες με ψυχαγωγικό περιεχόμενο, δημιούργησε το δικό του εργαστήριο το 1866 στο Παρίσι, με λιθογραφικά πιεστήρια που μπορούσαν να τυπώσουν αφίσες σε πολύ μεγάλο μέγεθος. Σε λίγο καιρό έγινε γνωστός ως «Maître de l’Affiche». Πειραματίστηκε με την έγχρωμη λιθογραφία αποκλειστικά για τη δημιουργία διαφημιστικού υλικού σε μεγάλες διαστάσεις, ενώ παράλληλα οι σχεδιαστικές του ικανότητες, που εναρμονίζονταν με τα θέματα που εικονογραφούσε, αποκάλυπταν την ιδιαίτερη ικανότητά του στην απόδοση θεμάτων που εικονογραφούσαν το θέαμα. Χαρακτηριστική είναι η αίσθηση της κίνησης που μεταδίδουν τα σχέδιά του και που υπογραμμίζουν επιρροές από τη ζωγραφική του ροκοκό του 18ου αιώνα.Ο Chéret κυριάρχησε στο Παρίσι στις δεκαετίες 1870-1880 και παρήγαγε πάνω από 2.000 διαφορετικές αφίσες για προϊόντα και θεάματα (Εικ. 3).

4. H. de Toulouse-Lautrec,
Reine de Joie, 1892

5. H. de Toulouse-Lautrec,
Jane Avril, 1893

 

Στον αντίποδα βρίσκεται ο Henri de Toulouse-Lautrec (1864-1901), που εντυπωσιάζεται από τη δυναμική της αφίσας στη δεκαετία του 1890. Η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του, η οικειότητα με τους ίδιους τους ηθοποιούς, τους τραγουδιστές και κάθε πρωταγωνιστή των μουσικών σκηνών, αλλά και με τους ιδιοκτήτες των cabarets, τον οδήγησαν στο χώρο αυτής της συγκεκριμένης εικονογράφησης. Επηρεάστηκε από τις γιαπωνέζικες ξυλογραφίες και προσάρμοσε στις δικές του εικόνες τις δυναμικές γραμμές, τα έντονα περιγράμματα, τα απλά ενιαία χρώματα και τις παράξενες προοπτικές, δημιουργώντας μια σειρά από αφίσες με έντονα ζωγραφικό χαρακτήρα, αλλά και με μεγάλη επικοινωνιακή δύναμη που ακόμα και σήμερα θεωρείται αξεπέραστη2 (Εικ. 4 και 5).

Παράλληλα, στην Αγγλία κυκλοφορούσαν αφίσες θεαμάτων που εικονογραφούσαν το δραματικό περιεχόμενο των θεατρικών έργων που διαφήμιζαν. Σχεδιάζονταν μαζικά σε εργαστήρια και επικεντρώνονταν σε σκηνές με αφηγηματικό χαρακτήρα, τονίζοντας την ιδιαίτερη φυσιογνωμία κάθε έργου. Οι αφίσες αυτές εξακολουθούν να παράγονται έως τα μέσα του 20ού αιώνα χωρίς να επηρεάζονται καθόλου από τις εξελίξεις στις γραφικές τέχνες. Ο λόγος που αναφέρεται η ύπαρξή τους –και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό– είναι ότι αυτές κυρίως αποτέλεσαν τα πρότυπα για τις κινηματογραφικές αφίσες, όπου το ζητούμενο ήταν η συγκίνηση ενός πολύ μεγάλου κοινού.
Η επιρροή των πρωτοποριακών ιδεών στις γαλλικές και τις αγγλικές αφίσες του τέλους του 19ου αιώνα έγινε διεθνής χάρη σε εκθέσεις και σε περιοδικά, όπως το Les Maîtres de l’Affiche (Παρίσι 1896-1900) και The Poster (Λονδίνο 1898-1900), ενώ η επόμενη σημαντική εξέλιξη στο σχεδιασμό της αφίσας σημειώνεται στη Γερμανία στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα από το περιοδικό Das Plakat (Βερολίνο 1910-1921).

Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις της πρωτοπορίας στο χώρο της αφίσας, που πλέον είχε μεταμορφωθεί σε ισχυρότατο διαφημιστικό μέσον, η εξάπλωση του Κινηματογράφου στην Ευρώπη, συνοδευόταν από διαφημιστικό υλικό που σε καμιά περίπτωση δεν εναρμονιζόταν με την εξέλιξη της εικονογραφίας της αφίσας σε όλα τα υπόλοιπα πεδία. Η παραγωγή των ταινιών στο Χόλλυγουντ, στις αρχές του 20ού αιώνα, επέβαλε τις προτιμήσεις των αμερικανών διαφημιστών για απεικονίσεις με φωτογραφίες στις αφίσες του Κινηματογράφου. Για τους παραγωγούς η φωτογραφία του πρωταγωνιστή, που αποτελούσε την εγγύηση για την επιτυχία της ταινίας, ήταν η βασική πληροφορία που επιδίωκαν να διοχετεύσουν στο κοινό. Γύρω στο 1910 η επιτυχία ηθοποιών, όπως ο Charlie Chaplin και η Shirley Temple, που έγιναν πασίγνωστα πρόσωπα, αποτέλεσαν το κεφάλαιο, πάνω στο οποίο επένδυσαν τα διαφημιστικά γραφεία. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι αμερικανικές ταινίες στρέφονται στις νέες απαιτήσεις για το εξωτικό στοιχείο και για τη φυγή από τη δύσκολη καθημερινότητα.

6. Ανωνύμου, Anonymous, Charlie Chaplin in ΤHE ADVENTURER, 1917.

7. Ανωνύμου, Anonymous, Shirley Temple in ΤHE POOR LITTLE RICH GIRL, 1936.

Οι ηθοποιοί παρουσιάζονται με διάφορες μεταμφιέσεις και κοστούμια σε στιγμές δράσης, που υπόσχονταν συγκίνηση και πάθος (Εικ. 6 και 7). Οι παραπάνω εξελίξεις και τάσεις της κινηματογραφικής διαφήμισης στην Ευρώπη είχαν, όπως ήταν φυσικό, άμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα. Οι έλληνες «διαφημιστές» της εποχής, σκηνογράφοι και ζωγράφοι, πήραν τις ιδέες και τις πρακτικές από τις πετυχημένες και πολύ διαδεδομένες συνήθειες των κινηματογραφικών διαφημίσεων στην Ευρώπη. Το «ντεκόρ» –έτσι ήταν γνωστό το είδος αυτό της διακόσμησης των κινηματογράφων– πρωτοεμφανίζεται στις προσόψεις και στους χώρους αναμονής των αιθουσών θεάματος του κέντρου της Αθήνας στις αρχές της δεκαετίας του ’20, με τη μορφή σκηνογραφικού διακόσμου (Εικ. 8). Με το χρόνο περιορίζεται στις μετόπες των προσόψεων των αιθουσών και συχνά απλώνεται και στις δύο ή τρεις παραστάδες της εισόδου, ανάλογα με τις ανάγκες και τη δυνατότητα για διαφήμιση κάθε αίθουσας, αλλά και σύμφωνα με τις ικανότητες κάθε τεχνίτη. Η δημιουργία του έως τότε απασχολούσε κυρίως τεχνίτες και αυτοδίδακτους ζωγράφους, που αποτελούσαν έναν πολύ περιορισμένο και κλειστό επαγγελματικό κλάδο.

Όπως ήταν φυσικό, οι σκηνογράφοι που δούλευαν στο ντεκόρ δεν ήταν δυνατόν να αποδεσμευτούν από τις συμβάσεις που επέβαλλε η δημιουργία του νατουραλιστικού σκηνικού διακόσμου του θεάτρου. Το θεατρικό σκηνικό ήταν τρισδιάστατο και λειτουργούσε στο χώρο ως συμπληρωματικό στοιχείο της δράσης. Τώρα έπρεπε να δημιουργήσουν σε δύο διαστάσεις μια εικόνα που όφειλε να λειτουργεί ταυτόχρονα ως φορέας της πληροφορίας, αλλά και ως πρόκληση για το κοινό, ενώ παράλληλα έπρεπε να συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία ενός αυθεντικού δημιουργήματος. Μοναδικό κοινό χαρακτηριστικό ήταν οι μεγάλες διαστάσεις των συνθέσεων. Επιπλέον, όφειλε να αξιολογηθούν και να αποδώσουν η δύναμη του συγκεκριμένου μηνύματος, το στοιχείο της έκπληξης, ο διακοσμητικός χαρακτήρας, ο συνδυασμός εικόνας-γραμμάτων

8. Θέατρο «Ολύμπια» στην οδό Ακαδημίας. Προβολή της ταινίας του Σ. Αϊζενστάιν «ΤΟ ΘΡΥΛΛΙΚΟΝ ΠΟΤΕΜΚΙΝ», 1926-1927.

Ανάμεσα στα ονόματα των πρώτων καλλιτεχνών που ασχολήθηκαν με το είδος, συναντά κανείς σκηνογράφους όπως το Θόδωρο Αρμενόπουλο, το Γιάννη Αμπελά, το Μήτσο Μακρή και τον Κώστα Κουζούνη. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, εμφανίζεται ο Στέφανος Αλμαλιώτης, ο ζωγράφος που δημιούργησε τη λεγόμενη «Σχολή της Αθήνας στο ντεκόρ». Ο Αλμαλιώτης εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους σε εργαστήριο ντεκόρ στη διάρκεια των σπουδών του στη Σχολή Καλών Τεχνών3, συνέχισε όμως και μετά, δημιουργώντας ένα πρότυπο εργαστήριο και αποκτώντας μαθητές που έγιναν συνεχιστές του έργου του.

Ήταν ο καλλιτέχνης που συνέβαλε στην ανεξαρτητοποίηση του ντεκόρ και στην αντιμετώπισή του ως ιδιαίτερου ζωγραφικού είδους. Εγκατέλειψε τις καθαρά σκηνογραφικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν και απελευθέρωσε τις συνθέσεις από τα περιορισμένα αφηγηματικά πλαίσια, μέσα στα οποία λειτουργούσαν ως τότε. Τόλμησε να σχεδιάσει ρεαλιστικά, απέρριψε δευτερεύουσες συμβατικές λύσεις και, κυρίως, εμπιστεύτηκε τη δύναμη της έντονης, δραματικής πινελιάς.

Giant posters painted by Stefanos Almaliotis, displayed at the cinema ORFEFS for the films THE WIZARD OF OZ and BUCK PRIVATES, 1939, 1941.

Έτσι δημιουργήθηκε μια «ομάδα» καλλιτεχνών, η οποία διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία αυτής της μοναδικής καλλιτεχνικής έκφρασης που ονομάστηκε «Γιγαντοαφίσα κινηματογράφου»4. Την «ομάδα» αυτή αποτέλεσαν οι: Στέφανος Αλμαλιώτης, Νικόλαος Ανδρεάκος, Ανδρέας Βαζόπουλος, Γιώργος Βακιρτζής, Κώστας Γρηγοριάδης, Γιώργος Κουζούνης, Κώστας Κουζούνης, Νικόλαος Νικολαΐδης, Μανώλης Παναγιωτόπουλος, Χαράλαμπος Σεράσης, Γεράσιμος (Μεμάς) Τουλιάτος, Βαγγέλης Φαεινός, Μάριος Χονδρογιάννης.
Το 1953 ο Κώστας Γρηγοριάδης επιχείρησε μια τελευταία δημιουργία «ντεκόρ» με βάση τη σκηνογραφική αντίληψη: Στον κινηματογράφο ΑΘΗΝΑΙΟΝ, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, για τη ταινία «Η ΣΤΕΨΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ Β΄ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ», στήνει αναπαράσταση του Αββαείου του Γουέστμινστερ.

Εξετάζοντας συνολικά την εξέλιξη της πλαστικής διατύπωσης, παρατηρούμε ότι η Γιγαντοαφίσα αποστασιοποιήθηκε από όσα τη συνέδεαν με το χώρο της σκηνογραφίας και ακολούθησε μια ανεξάρτητη τροχιά εξέλιξης. Η γέννηση και η εξέλιξη του φαινομένου που ονομάστηκε «Σχολή της Αθήνας στη Γιγαντοαφίσα» και αποτέλεσε τη συνέχεια της προηγηθείσας «Σχολής της Αθήνας στο ντεκόρ» ήταν αποτέλεσμα και μιας σειράς άλλων παραμέτρων: Της δημιουργίας πολλών κινηματογραφικών αιθουσών στο κέντρο της Αθήνα που είχαν επιλέξει το συγκεκριμένο μέσον διαφημιστικής προβολής, αλλά και της ταυτόχρονης παρουσίας πολλών, εξαιρετικά ταλαντούχων καλλιτεχνών στο χώρο. Ο ίδιος ο χώρος επιβάλλει τους δικούς του, ιδιαίτερους νόμους. Τα μόνιμα τελάρα στις προσόψεις των κινηματογράφων, συνήθως κάτω από φαρδιά στέγαστρα- μαρκίζες, έχουν μεγάλη διάσταση μήκους και ιδιάζουσα θέση: είναι ημιυπαίθρια σε μεγάλο ύψος από το δρόμο, με άπλετο τεχνητό φωτισμό τις βραδινές ώρες που λειτουργούν κυρίως οι αίθουσες και φυσικό φωτισμό όλη την υπόλοιπη ημέρα.

Entrances of Athenian cinemas with Giant posters painted by different artists, displayed at their façades.

F.727
Κ. Γρηγοριάδης για το ΑΘΗΝΑΙΟΝ της οδού Πατησίων (1953).

F. 706
Γ. Κουζούνης για το ΤΙΤΑΝΙΑ (1958).

F.68
Β. Φαεινός και Γ. Βακιρτζής
για το ΙΝΤΕΑΛ (1951-1952).

F. 716
Σ. Μάνθος και Μ. Παναγιωτόπουλος για τον κινηματογράφο ΟΡΦΕΥΣ (1966).

Πρόσοψη του κινηματογράφου ΑΤΤΙΚΟΝ με Γιγαντοαφίσα του Γ. Βακιρτζή, 1960. Σελίδα 31. Μακέτα (34,5x70 εκ.) ζωγραφισμένη από το Γ. Βακιρτζή (22/3/1960), για τη Γιγαντοαφίσα της ταινίας «TO ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΤΩΝ 7» στον κινηματογράφο ΑΤΤΙΚΟΝ (VGM.109).
error: Content is protected !!