Το μέγιστο καλό που μας χαρακτηρίζει, είναι το ότι δουλεύουμε για το εφήμερο. Η δόξα και η χαρά διαρκούν τόσο, όσο η κάθε δουλειά μας βρίσκεται στην αγορά. Έτσι, δεν θα στήσουμε ποτέ μόνοι μας μνημείο του εαυτού μας.
Γεώργιος Βακιρτζής
Στη Συλλογή Starlets περιλαμβάνονται τα χνάρια μιας τέχνης που έκλεισε τον κύκλο της. Την τέχνη της αφίσας ως είδους της οπτικής επικοινωνίας μέσα από τις γραφικές τέχνες, όπως παραδόθηκε στις αστικές κοινωνίες από το 1890 και μετά, κυρίως από τον Ανρί Τουλούζ Λωτρέκ. Ειδικότερα περιλαμβάνει αφίσες μικρών διαστάσεων 50×70 εκ., μονόφυλλα, όπως συνήθιζαν να τις ονομάζουν οι εμπλεκόμενοι με τον κινηματογράφο από τη δεκαετία του ’50 και φυσικά σχεδιάζονταν για την προώθηση προβολών ταινιών ελληνικής παραγωγής αλλά και του διεθνούς ρεπερτορίου. Την ίδια εποχή ήταν συνήθεια των τοπικών αγορών των χωρών της Ευρώπης να σχεδιάζουν τη δική τους εκδοχή για όλες τις εισαγόμενες ταινίες. Στην πρώην Σοβιετική Ένωση, όλες οι ελληνικές ταινίες που προβλήθηκαν στις αίθουσες, διαφημίστηκαν με αφίσες που σχεδιάστηκαν από σοβιετικούς καλλιτέχνες. Πολλές από αυτές τις αφίσες βρίσκονται σε συλλογές, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, και αποτελούν σπάνιο είδος.
Οι ελληνικές αφίσες για τον κινηματογράφο, σχεδιασμένες από ζωγράφους, όπως ο Στέφανος Αλμαλιώτης και ο Γιώργος Βακιρτζής, αποτελούν την προϊστορία της οπτικής επικοινωνίας στον τόπο μας, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στο χώρο του πολιτισμού μαζί με τις ελάχιστες αφίσες για το θέατρο. Ο καθένας από τους δύο αυτούς καλλιτέχνες έχει, ως αφετηρία του ύφους του, την προσωπική του ζωγραφική έκφραση, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στην εμφάνιση προσώπων και περιβάλλοντος. Θεματικά δεν απομακρύνονται από το βασικό κανόνα που επιβάλλει το «box office» και που ορίζει ως κεντρικό σημείο τον ή τους σταρ. Οι ελληνικές κινηματογραφικές αφίσες δεν «παραφωνούν» ως προς το σύνολο, σχεδόν, της δυτικής παραγωγής.
Η παραγωγή στοχεύει στους θαυμαστές των πρωταγωνιστών, στους οποίους φυσικά απευθύνεται, και προσπαθεί να σχεδιάσει αφίσες που να φωνάζουν ότι πρόκειται για κινηματογραφικές. Η δράση της εικόνας συντίθεται από σκηνές των ταινιών, συνήθως σε δεύτερο πλάνο, και κοντινά πορτραίτα των πρωταγωνιστών. Συχνά ένα ή και περισσότερα υπερμεγέθη πρόσωπα καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια των αφισών. Ο τίτλος και τα ονόματα των πρωταγωνιστών «τρυπάνε» τη σύνθεση με μαστοριά, αφού το λευκό περίγραμμα είναι η μόνιμη λύση, και κατορθώνουν να διαβάζονται από τους πεζούς τραβώντας τους την προσοχή στους τοίχους ή στις προθήκες των κινηματογράφων.
Οι ελληνικές κινηματογραφικές αφίσες αποτελούν «σινιάλα» που προέρχονται από τη βασική σύνθεση της Γιγαντοαφίσας, η οποία τοποθετείται στη μαρκίζα του κινηματογράφου και αποτελεί το «βαρύ πυροβολικό» της επικοινωνίας της κάθε ταινίας. Μικρά κομμάτια που σπέρνονται σε πολλά σημεία της πόλης αποτελούν το πρώτο δόλωμα για τη μεγάλη αλίευση θεατών. Η μορφή τους εμφανίζεται ως αποτέλεσμα ενός ισχυρού DNA που τροφοδοτεί την αισθητική και τη γενική εκφραστική και προέρχεται από τη χειροποίητη μονοκόπια της Γιγαντοαφίσας. Ακολουθεί το ίδιο σκεπτικό και σχεδιάζεται με τα ίδια έντονα και «καθαρά» χρώματα, με απόλυτη οικονομία σχημάτων και ευανάγνωστα νοήματα.