Τον έβλεπες και νόμιζες πως δεν χώραγε μέσα στο σώμα του. Πνιγότανε. Το μυαλό του, η ψυχή του, η καρδιά του, το ηρωικό ασικλίκι των παππούδων του και ο καημός για τις χαμένες πατρίδες, ζητάγανε εκδίκηση. Και ζωγράφιζε.
Και κέρδιζε κομμάτι κομμάτι την ελευθερία του. Και την μοίραζε ατσιγκούνευτα σε χαρτιά και σε μουσαμάδες. Και το καλό και το κακό, και το πολύ και το λίγο, και το σπουδαίο και το ξεπέταγμα, και η γιγαντιαία αφίσα στην είσοδο ενός κινηματογράφου, όλα μαζί, δικά του. Όμως οι διάβολοι της ζωής ζηλέψανε. Γιατί, διάβολος και αυτός, ζωγράφιζε. Και αυτοί δεν μπορούσανε να ζωγραφίσουν. Και τον σκότωσαν.
Έχε γεια ζωγράφε, δεν θα σε αφήσουμε να πεθάνεις.
Γιατί κανείς δεν ξέρει τι πήρες μαζί σου στον παράδεισο των καλών. Γιατί άφησες εδώ κάτω μόνο τα χαρτιά και τους μουσαμάδες και τα τελάρα και τα σχέδια και τις κάθε λογής ζωγραφιές που στοίβαζες στους τέσσερις τοίχους του κελιού σου.
Και είναι αυτές ακριβώς οι στοιβαγμένες ζωγραφιές που φεύγοντας ξέχασες να πάρεις μαζί σου. Ή μήπως δεν ξέχασες; Ή μήπως τις άφησες εδώ, στη γη, έτσι, εκ του πονηρού. Για να μη σε ξεχνάμε και να μην ξεχνιόμαστε.
Εσύ και εμείς θέλω να πω.