Η επικοινωνιακή μεθοδολογία με έντυπα, από την πιο αρχέτυπη φάση της χρησιμοποίησε την έννοια της αφίσας για την προώθηση
βιομηχανικών – καταναλωτικών – προϊόντων και υπηρεσιών, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Έτσι, οι γραφικές τέχνες αναπτύχθηκαν σ’ έναν
τομέα πολλαπλών εφαρμογών, ενώ από πολύ νωρίς εκλήθησαν να «υποστηρίξουν» και τη βιομηχανία του θεάματος.
Περιπλανώμενοι θίασοι στην αρχή, οργανωμένοι θεατρικοί και μουσικοί οργανισμοί αργότερα, τσίρκα και η πρωτοεμφανιζόμενη εβδόμη τέχνη,
επιδιώκουν μέσα από εντυπωσιακές αφίσες –διαφόρων μεγεθών και σε διάφορα σημεία των αστικών κέντρων αναρτημένες– να
προσελκύσουν την προσοχή των διαβατών ή γενικότερα των υποψήφιων θεατών τους. Και αυτό, μέσα από μηνύματα περισσότερο εικαστικά και
λιγότερο εννοιολογικά, οπωσδήποτε όμως σημειολογικά και, μάλιστα, ανάλογα με τα κρατούντα στις διάφορες εποχές.
Στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, παράλληλα με τους αυτοδίδακτους επιγραφοποιούς και σχεδιαστές, μία ομάδα σκηνογράφων της Αθήνας
του μεσοπολέμου μεθοδεύει την εργασία σήμανσης και προβολής θεατρικών και κινηματογραφικών παραστάσεων. Με το έργο της δίνει
τα εναύσματα σε μία άλλη ομάδα της εποχής της, που την αποτελούσαν νεαροί ταλαντούχοι ζωγράφοι, να καταπιαστούν με την έννοια του
ντεκόρ των προσόψεων των κινηματογραφικών αιθουσών στα μεγάλα αστικά κέντρα, δημιουργώντας μια «Σχολή».
Στη «Σχολή του ντεκόρ της Αθήνας» οι ζωγράφοι-χαράκτες ανέπτυξαν, μέσα από προσωπικά βιώματα, καλλιτεχνικές τους αναφορές αλλά και
νεανικότερες εμπειρίες τους, μία τέχνη-τεχνοτροπία/τεχνική και ύφος, που σημάδεψε για τις επόμενες δεκαετίες τον κινηματογράφο και τις
μεθόδους διαφήμισης και προβολής των ελληνικών και ξένων ταινιών, που παίχτηκαν στην Ελλάδα.
Οι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν σε γιγαντιαίες διαστάσεις τις εντυπωσιακότερες σκηνές από τις ταινίες που προβάλλονταν στους
κεντρικούς κινηματογράφους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, παγώνοντας πλάνα, μεγεθύνοντας καρέ, «ζουμάροντας» τα πρόσωπα των
πρωταγωνιστών, σκηνογραφώντας με την εκφραστικότερη αρμονία χρωμάτων ό,τι το ασπρόμαυρο φιλμ στερούσε στους θεατές.
Τοποθετούσαν στη συνέχεια τις τεράστιες ζωγραφικές επιφάνειες –ντεκόρ– στις προσόψεις των κινηματογράφων, σκηνοθετώντας έτσι
στην πραγματικότητα για δεύτερη φορά τις ταινίες, τώρα όμως σε άπλετη εικαστική πανδαισία.
Ταυτόχρονα, στόλιζαν κάθε εβδομάδα και τις γωνιακές προσόψεις κτηρίων και σπιτιών στους πιο πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας, με
μια σειρά από λιθογραφημένες αφίσες κλασικών διαστάσεων, που οι ίδιοι χάραζαν και, στη συνέχεια, επιμελούνταν την αναπαραγωγή τους σε έξι χρώματα, μέσα στα ιερά χρωμολιθογραφεία της εποχής.
Η Αθήνα κάθε Δευτέρα πρωί μεταμορφωνόταν σε μία υπαίθρια γκαλερί, φιλοξενώντας την εβδομαδιαία ομαδική έκθεση των ζωγράφων που την ομόρφυναν…
Μία ενότητα έργων του εικαστικού καλλιτέχνη Γιώργου Βακιρτζή (1923- 1988) είναι εμπνευσμένη από τον διεθνή Κινηματογράφο και
χρησιμοποιήθηκαν από τον ίδιο τον δημιουργό τους ως μελέτες- προσχέδια για τη μεταφορά του θέματος ενός εκάστου, σε μεγάλων διαστάσεων χαρτί, που τελαρωνόταν κατάλληλα και σχημάτιζε μια τεράστια αφίσα: Τη Γιγαντοαφίσα του Κινηματογράφου, ζωγραφισμένη από το χέρι του
Γιώργου Βακιρτζή με ψαρόκολλα. Στη συνέχεια, τοποθετείτο στην πρόσοψη της αίθουσας του κινηματογράφου για τη διαφήμιση της ταινίας που προβαλλόταν αλλά, στο τέλος της προβολής της ταινίας, καταστρεφόταν για να δώσει τη θέση της σε μία άλλη για την ταινία της επόμενης εβδομάδος.